σφετεριστής

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφετεριστής Medium diacritics: σφετεριστής Low diacritics: σφετεριστής Capitals: ΣΦΕΤΕΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: spheteristḗs Transliteration B: spheteristēs Transliteration C: sfeteristis Beta Code: sfeteristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.

Greek (Liddell-Scott)

σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui s’approprie le bien d’autrui.
Étymologie: σφετερίζω.

Greek Monolingual

ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.

Greek Monotonic

σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.