υμέτερος
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Greek Monolingual
-έρα, -ο / ὑμέτερος, -έρα, -ον, ΝΜΑ
(κτητ. αντων.) (λόγ. τ.)
1. αυτός που ανήκει σε εσάς ή αυτός που προέρχεται από εσάς, ο δικός σας (α. «όλως υμέτερος» β. «ταῖς ὑμετέραις πόλεσι», Πλάτ.)
2. (σπαν. αντί του σός) δικός σου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑμέτερον
όσον αφορά το δικό σας μέρος, εσείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑμέτερα
πράγματα ή κτήματα που σάς ανήκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑμε- του ὑμεῖς + κατάλ. -τερος (πρβλ. ἡμέ-τερος)].