συνεπάπτομαι
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
Ion. for συνεφάπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπάπτομαι: Ἰων. ἀντὶ συνεφάπτομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. συνεφάπτομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. συνεφάπτομαι.
Greek Monotonic
συνεπάπτομαι: Ιων. αντί συν-εφάπτομαι.