ὑββάλλω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Ep. for ὑποβάλλω, Il.19.80.
German (Pape)
[Seite 1168] ep. statt ὑποβάλλω, Il. 19, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ὑββάλλω: κατ’ Ἐπικ. συγκοπ. ἀντὶ ὑποβάλλω, Ἰλ. Τ. 80. - Καθ’ Ἡσυχ.: «ὑββάλει· ὑπερτίθεται, ὑποβάλλει».
Greek Monolingual
Α
(επικ. συγκεκομμένος τ.) βλ. υποβάλλω.
Greek Monotonic
ὑββάλλω: Επικ. συγκοπτ. αντί ὑποβάλλω.