χαραγματιά

Revision as of 16:56, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και χαραματιά, η, Ν
το αποτέλεσμα του χαράζω («έκανε μια χαραγματιά πάνω στο ξύλο με το μαχαίρι»)
2. σημάδι, ίχνος χάραξης, χαρακιά («έχει χαραγματιές η πόρτα από τα νύχια του σκύλου»)
3. (μόνον στον τ. χαραματιά) χαραμάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάραγμα / χάραμα + κατάλ. -τιά (πρβλ. δαγκωματιά)].