τρεχούμενος

From LSJ
Revision as of 16:40, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

και τρεχάμενος, -η, -ο, Ν
1. (για υγρά) αυτός που ρέει («τρεχούμενο νερό»)
2. φρ. α) «τρεχούμενος λογαριασμός» — ο ανοιχτός λογαριασμός
β) «τρεχούμενος λογαριασμός καταθέσεως» — κατάθεση που μεταβιβάζεται με επιταγή, αποτελεί πιστωτικό χρήμα και θεωρείται ισοδύναμη με το ρευστό χρήμα, επειδή είναι αμέσως μετατρέψιμη σε τραπεζογραμμάτια, αλλ. κατάθεση όψεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω, κατά τις μτχ. σε -ούμενος /-άμενος τών συνηρημένων σε -έω και τών ρ. σε -αμαι (πρβλ. χρειαζούμενος).