τυλώδης
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
ες,
A callous, Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. Orib.10.23.24, Sor.1.10, Gal.6.775.
Greek (Liddell-Scott)
τυλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τυλοειδής, ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
calleux.
Étymologie: τύλος, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / τυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τύλη/τύλος
όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι»)
2. φρ. «τυλώδες έλκος»
ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.
Russian (Dvoretsky)
τῠλώδης: мозолистый (σάρξ Plut.).