Τύχη
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la Fortune, déesse du bonheur.
Étymologie: τύχη.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
μυθ. θεά-προσωποποίηση της σύμπτωσης και της ευτυχούς συγκυρίας, που αναφέρεται ως θυγατέρα του Ωκεανού ή του Νηρέως ή του Ελευθερίου Διός ή του Προμηθέως ή του Ευβουλέως και είχε ως σύμβολο το κέρας της Αμάλθειας και τον μικρό Πλούτο, ενώ αργότερα θεωρήθηκε ως μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων, ως αγαθός ενδιάμεσος δαίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. τύχη.
Russian (Dvoretsky)
Τύχη: дор. Τύχα ἡ Тиха
1) богиня случая, судьбы и счастья Pind., HH, Hes., Plut.;
2) один из пяти кварталов Сиракуз, с храмом богини Тихи Plut.