Τύχη

From LSJ
Revision as of 05:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la Fortune, déesse du bonheur.
Étymologie: τύχη.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
μυθ. θεά-προσωποποίηση της σύμπτωσης και της ευτυχούς συγκυρίας, που αναφέρεται ως θυγατέρα του Ωκεανού ή του Νηρέως ή του Ελευθερίου Διός ή του Προμηθέως ή του Ευβουλέως και είχε ως σύμβολο το κέρας της Αμάλθειας και τον μικρό Πλούτο, ενώ αργότερα θεωρήθηκε ως μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων, ως αγαθός ενδιάμεσος δαίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. τύχη.

Russian (Dvoretsky)

Τύχη: дор. Τύχα ἡ Тиха
1) богиня случая, судьбы и счастья Pind., HH, Hes., Plut.;
2) один из пяти кварталов Сиракуз, с храмом богини Тихи Plut.