φαρμακοστεγής
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
-ές, Ν
(βιολ.-ιατρ.) (για οργανισμό) αυτός που εθίζεται σε ορισμένες ουσίες, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανθεκτικός σε αυτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -στέγης (< στέγη) πρβλ. υδατοστεγής].