συνεποκέλλω

From LSJ
Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεποκέλλω Medium diacritics: συνεποκέλλω Low diacritics: συνεποκέλλω Capitals: ΣΥΝΕΠΟΚΕΛΛΩ
Transliteration A: synepokéllō Transliteration B: synepokellō Transliteration C: synepokello Beta Code: sunepoke/llw

English (LSJ)

   A put on land together, Plu.2.161a.

Greek (Liddell-Scott)

συνεποκέλλω: ἐποκέλλω, ἔρχομαι πλησίον εἰς τὴν ξηρὰν ὁμοῦ, «συνεποκείλαντες (δελφῖνες) ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον» Πλούτ. 2. 161Α.

French (Bailly abrégé)

aborder ensemble.
Étymologie: σύν, ἐποκέλλω.

Greek Monolingual

Α
πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»].

Greek Monolingual

Α
πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»].

Russian (Dvoretsky)

συνεποκέλλω: вместе причаливать к берегу Plut.