ὑπερκαχλάζω

From LSJ
Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκαχλάζω Medium diacritics: ὑπερκαχλάζω Low diacritics: υπερκαχλάζω Capitals: ΥΠΕΡΚΑΧΛΑΖΩ
Transliteration A: hyperkachlázō Transliteration B: hyperkachlazō Transliteration C: yperkachlazo Beta Code: u(perkaxla/zw

English (LSJ)

   A run bubbling or boiling over, Luc.DMar.11.2; ἐμβόλου Philostr.Jun.Im.11.

German (Pape)

[Seite 1197] übersprudeln, kochend überlaufen, darüberweg sprudeln, Luc. Mar. D. 11, 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκαχλάζω: ὑπερμέτρως καχλάζω, ὑπερεκχειλίζω, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 11. 2· τινός, Φιλόστρ. Νεωτ. Εἰκόνες ιβ΄, 27.

French (Bailly abrégé)

s’échapper ou déborder en bouillonnant.
Étymologie: ὑπέρ, καχλάζω.

Greek Monolingual

Α
κάνω πολλές φυσαλίδες, κοχλάζω πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καχλάζω «βράζω έντονα, κοχλάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερκαχλάζω: μέλ. -σω, ξεχειλίζω, χύνομαι κάνοντας φυσαλίδες, κοχλάζω υπερβολικά, σε Λουκ.