Ὑδατοσύδνη
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ἡ, name of a Nereïd, Call.Fr.347; formed
A like Ἁλοσύδνη. [ῡ in dact. verse.]
Greek (Liddell-Scott)
Ὑδᾰτοσύδνη: ἡ, ὄνομα Νηρηΐδος, Καλλ. Ἀποσπ. 347· πρβλ. Ἁλοσύδνη, καὶ ἴδε Lob. Pathol. 235. [ῡ ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
Greek Monolingual
ἡ, Α
όνομα μιας από τις Νηρηίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία μιας από τις Νηρηίδες, η οποία εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, ὕδατος και ως δεύτερο συνθετικό έναν δυσερμήνευτο τ. -ύδνη, ο οποίος απαντά και στη λ. ἁλοσύδνη και συνδέεται, κατά μία άποψη, με τους τ.: ὕδνης
εἰδώς, ἔμπειρος και ὕδναι
ἔγγονοι, σύντροφοι, ενώ, κατ' άλλη άποψη, με το θ. της λ. ὕδωρ (βλ. λ. ἁλοσύνδη). Η ύπαρξη του τ. ὑδατοσύδνη, ο οποίος εμφανίζει ως πρώτο συνθετικό τη λ. ὕδωρ, δυσχεραίνει την αποδοχή της σύνδεσης του β' συνθετικού -ύδνη με τη λ. ὕδωρ.