συνεστώ

From LSJ
Revision as of 01:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές → wisdom lies in clarity, not in obscurity | wisdom is shown in clarity, not in obscurity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστώ Medium diacritics: συνεστώ Low diacritics: συνεστώ Capitals: ΣΥΝΕΣΤΩ
Transliteration A: synestṓ Transliteration B: synestō Transliteration C: synesto Beta Code: sunestw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, (σύνειμι)

   A = συνουσία 11, living together, ἐν τῇ συνεστοῖ Hdt.6.128; cf. ἀπεστώ, εὐεστώ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεστώ: -οῦς, ἡ, (σύνειμι) = συνουσία ΙΙ, συναναστροφή, συμπόσιον, εὐωχία, ἐν τῇ συνεστοῖ Ἡρόδ. 6. 128· ― οὕτως ὁ Schäf. καὶ Schweigh. (ἑπόμενοι τῷ διορθωτῇ ἑνὸς ἀντιγράφου), ἀντὶ συνεστίᾳ, ὅπερ τοὐλάχιστον ὤφειλε νὰ ᾖ συνιστίῃ (Ἰων.)· πρβλ. ἀπεστώ, εὐεστώ.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
banquet, festin.
Étymologie: σύν, ἑστία.

Greek Monolingual

-οῡς, ἡ, Α
το να είναι κανείς μαζί με άλλους, η συντροφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐστώ (< ἐστί), δωρ. τ. του οὐσία (πρβλ. εὐ-εστώ)].

Greek Monolingual

-οῡς, ἡ, Α
το να είναι κανείς μαζί με άλλους, η συντροφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐστώ (< ἐστί), δωρ. τ. του οὐσία (πρβλ. εὐ-εστώ)].

Greek Monotonic

συνεστώ: -οῦς, ἡ (σύνειμι), = συνουσία II, συναναστροφή, ευωχία, συμπόσιο, σε Ηρόδ.