ταινιοκτόνος

From LSJ
Revision as of 13:20, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και ταινιοκτόνος, Ν
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ταινιοκτόνα
(φαρμ.) ανθελμινθικά φάρμακα ικανά να προκαλέσουν την αποβολή και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον θάνατο τών ταινιών που προσβάλλουν το πεπτικό σύστημα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. εντομοκτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Αφεντούλη].