τεκμηριώνω

From LSJ
Revision as of 16:45, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

Greek Monolingual

τεκμηριῶ, -όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῦμαι, -όομαι, ΜΑ τεκμήριον
αποδεικνύω με τεκμήρια, στηρίζω άποψη σε τεκμήριο (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ μάλιστα Ὅμηρος», Θουκ.)
νεοελλ.
(το γ' εν. πρόσ. ενεστ.) τεκμηριώνεται
συνάγεται ως συμπέρασμα, συμπεραίνεται βάσει τεκμηρίων
μσν.
τεκμαίρομαι, συμπεραίνω, εικάζω
αρχ.
κάνω διάγνωση νόσου με βάση ορισμένα συμπτώματα.