τερατούργημα
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ατος, τό,
A miracle, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.
German (Pape)
[Seite 1093] τό, Wunderthat, Gaukelei, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτούργημα: τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ πρᾶξις, Μεθόδ. 372C.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τερατουργῶ
νεοελλ.
1. τερατώδες έργο
2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας
μσν.-αρχ.
1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα
2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά αλλόκοτων, παράξενων πραγμάτων, τερατολογία.