ὑδρόρροια

From LSJ
Revision as of 05:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρόρροια Medium diacritics: ὑδρόρροια Low diacritics: υδρόρροια Capitals: ΥΔΡΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: hydrórroia Transliteration B: hydrorroia Transliteration C: ydrorroia Beta Code: u(dro/rroia

English (LSJ)

ἡ, = foreg. 1, Plb.4.57.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρόρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 4. 57, 8· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

Greek Monolingual

η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ υδρορόος
νεοελλ.
ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού κατά την εγκυμοσύνη
αρχ.
οχετός, αυλάκι νερού.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρόρροια: ἡ Polyb. = ὑδρορρόα 1.