ὑπέργηρος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ον, = ὑπεργήρως.
German (Pape)
[Seite 1193] = Folgdm, Luc. Demon. 63, v. l.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέργηρως, -ων, ΝΜΑ
ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων
τα βαθιά γεράματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + -γηρος (< γῆρας), πρβλ. ἀ-γήρως / ἄ-γηρος, προ-γήρως.