ὑποτρέμω
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
A tremble a little, Pl.R.336e, Plu.2.973f, Marcellin.Puls. 291, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτρέμω: τρέμω ὀλίγον, καὶ εἶπεν ὑποτρέμων Πλάτ. Πολ. 336Ε, Πλούτ. 2. 973F, κλπ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
trembler un peu, particul. de crainte.
Étymologie: ὑπό, τρέμω.
Greek Monolingual
ὑποτρέμω ΝΜΑ τρέμω
τρέμω λίγο, σιγοτρέμω, τρεμουλιάζω.