τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
η, Ν1. πικρή γεύση ή πικρή μυρωδιά, φαρμακάδα («το δωμάτιο του αρρώστου μυρίζει φαρμακίλα»)2. μτφ. ψυχική πικρία, θλίψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο / φαρμάκι + κατάλ. -ίλα (πρβλ. ξινίλα)].