φελόνης
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
φελόνιον,
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, = φαινόλης, zw.
Greek (Liddell-Scott)
φελόνης: φελόνιον, πλημμελεῖς τύποι ἀντὶ φαινόλης, φαινόλιον.
English (Strong)
by transposition for a derivative probably of φαίνω (as showing outside the other garments); a mantle (surtout): cloke.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. φαιλόνης.
Russian (Dvoretsky)
φελόνης: ου ὁ NT v. l. = φαινόλης.