φλεβοπαλία

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεβοπᾰλία Medium diacritics: φλεβοπαλία Low diacritics: φλεβοπαλία Capitals: ΦΛΕΒΟΠΑΛΙΑ
Transliteration A: phlebopalía Transliteration B: phlebopalia Transliteration C: flevopalia Beta Code: flebopali/a

English (LSJ)

ἡ,

   A beating of the pulse, Democr.120, Gal.9.499.

German (Pape)

[Seite 1290] ἡ, der Pulsschlag, Democrit. bei Erotian. v. φλενοδώδη.

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοπᾰλία: ἡ, κτύπος ἢ παλμὸς τῆς φλεβός, «καὶ Δημόκριτος δὲ φλεβοπαλίαν καλεῖ τὴν τῶν ἀρτηριῶν κίνησιν» Ἐρωτιαν. σελ. 382 κἑξ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ο σφυγμός φλέβας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -παλία (< -παλος / -παλής < πάλλω)].

Russian (Dvoretsky)

φλεβοπαλία:πάλλω биение пульса, пульс Democr.