ψόμμος

From LSJ
Revision as of 10:21, 2 December 2017 by Spiros (talk | contribs)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψόμμος Medium diacritics: ψόμμος Low diacritics: ψόμμος Capitals: ΨΟΜΜΟΣ
Transliteration A: psómmos Transliteration B: psommos Transliteration C: psommos Beta Code: yo/mmos

English (LSJ)

ἀκαθαρσία, καπνός, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος. ———————— (II)
ὁ, Α
(αιολ. τ.) βλ. ψάμμος.