Κανδαύλης

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κανδαύλης Medium diacritics: Κανδαύλης Low diacritics: Κανδαύλης Capitals: ΚΑΝΔΑΥΛΗΣ
Transliteration A: Kandaúlēs Transliteration B: Kandaulēs Transliteration C: Kandaylis Beta Code: *kandau/lhs

English (LSJ)

ὁ, Lydian name for Hermes, expld. as

   A dog-throttler, Hippon.1; name of a Lydian king, Hdt.1.7, al.

Greek Monolingual

Κανδαύλης, ὁ (Α)
1. λυδική ονομασία του Ερμή
2. όνομα Λυδού βασιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν-ός + ἄγχω «πνίγω, στραγγαλίζω». Ο Ερμής δηλ. εθεωρείτο προστάτης του παιχνιδιού τών ζαριών, ενώ το κύων πέρα από «σκύλος» σήμαινε και «κακή ζαριά». Η επίκληση λοιπόν κυνάγχα στον Ερμή αποσκοπούσε στο να «στραγγαλιστεί ο κύων», στο να αποφευχθεί δηλ. ή να εξουδετερωθεί η κακή ζαριά. Ανάλογη περίπτωση είναι και το αρχ. ινδ. svaghnin < svan- «σκύλος» αλλά και «κακή ζαριά» + -ghn-in «φονεύς». Το Κανδαύλης, επομένως, χρησιμοποιούμενο κατά τον ίδιο τρόπο, είναι σύνθ. < καν- (από ΙΕ ρίζα kwon- «σκύλος», πρβλ. λατ. canis «σκύλος») + -δαυ- (από ΙΕ ρίζα dhau- «πνίγω, πιέζω», πρβλ. αρχ. σλαβ. daviti «στραγγαλίζω») + επίθημα -λᾱ- (< ΙΕ -lā-)].

Russian (Dvoretsky)

Κανδαύλης: ου ὁ Кандавл или Мирсил (сын Мирса, последний царь Лидии из рода Гераклидов, убитый Гигом в 716 г. до н. э.) Her.