άψινθος

From LSJ
Revision as of 22:01, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

η (Α ἄψινθος)
φυτό ποώδες, αρωματικό με πικρή γεύση, χρήσιμο στη φαρμακευτική και κυρίως στην ποτοποιία για την παρασκευή του ποτού αψέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. προελληνικός όρος. Σ΄ αυτή την υπόθεση οδηγεί κυρίως το στοιχείο -νθ-, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο κύρια ονόματα (πρβλ. Ζάκυνθος, Όλυνθος) όσο και μεγάλο αριθμό προσηγορικών της Ελληνικής, τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως (βλ. και λ. ασάμινθος).
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. αψίνθιον, αψινθίτης
μσν.
αψινθία, αψίνθινος].