Χριστούγεννα

From LSJ
Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

τα, Ν·1. εκκλ. η εορτή της γέννησης του Χριστού την 25η Δεκεμβρίου
2. συνεκδ. τα κάλαντα που ψάλλουν τα παιδιά την παραμονή της γιορτής αυτής
3. φρ. α) «εορτές τών Χριστουγέννων» — το σύνολο τών εορτών από τη γέννηση έως τη βάπτιση του Χριστού, δηλαδή ώς την εορτή τών Φώτων
β) «διακοπές τών Χριστουγέννων» — οι διακοπές τών σχολείων και τών δικαστηρίων στο χρονικό αυτό διάστημα
γ) «αστέρι Χριστουγέννων»
βοτ. κοινή ονομασία του θαμνώδους φυτού Euphorbia pulcherrima του γένους ευφορβία, αλλ. αλεξανδρινό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. η Χριστού γέννα, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ. (πρβλ. τα Θεοφάνεια < η Θεοφάνεια)].