κάλαντα

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

και κάλανδα, τα (Μ κάλαντα)
νεοελλ.
ευχετήρια και εγκωμιαστικά εορταστικά άσματα που τραγουδιούνται, συνήθως από παιδιά, κατά τις παραμονές τών Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και τών Θεοφανείων
μσν.
φρ. «ἔχω κάλαντα» — έχω κάθε μέρα γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάνδαι < λατ. calendae (dies) (< θ. cal- που απαντά στο λατ. ρ. calo, -are «καλώ, φωνάζω», πρβλ. καλώ) «η πρωτομηνιά» στο ρωμαϊκό ημερολόγιο, κατά την οποία γινόταν γιορτή. Την παλιότερη γνωστή μαρτυρία για το έθιμο τών καλάντων δίνει ο Ιω. Τζέτζης (Χιλιάδες) τον 12ο αιώνα].