αγελάδα

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

και γελάδα, η (AM ἀγελάς)
νεοελλ.
1. κατοικίδιο μηρυκαστικό θηλαστικό, το θηλυκό βόδι
2. παχιά, ευτραφής γυναίκα
αρχ.
ζώο που ανήκει σε αγέλη (πρβλ. αγελαίος).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγέλη.
ΠΑΡ. νεοελλ. αγελαδάκι, αγελαδάρα, αγελαδάρης, αγελάδι, αγελαδήσιος, αγελαδινός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αγελαδοβοσκός, αγελαδοκόμος, αγελαδοστάσι, αγελαδοτρόφος κ.ά.].