ακαχίζω

From LSJ
Revision as of 22:48, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

ἀκαχίζω (Α)
1. θλίβω, πικραίνω (Όμ. π 432)
2. παθ. στενοχωρούμαι, πικραίνομαι (Όμ. δ 806).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράλληλος (σε -ίζω) τ. του ρήματος ἄχομαι, που έχει προέλθει με αναδιπλασιασμό (πρβλ. τους επίσης αναδιπλασιασμένους τύπους αορίστου και παρακειμένου του ρ. ἄχομαι: ἤκαχε, ἀκάχησε, ἀκάχημαι, καθώς και τον ένεστ. τ. ἀκαχύνω].