δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἀλγίων (-ονος), -ον (Α)συγκριτικός του αλγεινός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλγοςανώμαλος σχηματισμός συγκριτικού βαθμού του επιθ. ἀλγεινὸς κατά τα καλλίων (< κάλλος), αἰσχίων (< αἶσχος)πρβλ. και ἄλγιστος].