ἁλάτιον
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
τό, Dim. of ἅλας, Aesop.322b, Aët. 3.109.
German (Pape)
[Seite 90] τό, eigtl. dim. von ἅλας, Salz, Aes. fab. 122; auch ein Arzneimittel.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλας, Αἴσωπ., πρβλ. τὸ τῆς κοιν. «ἁλάτι.»
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
un peu de sel.
Étymologie: ἅλας.
Spanish (DGE)
-ου, τό
medic. dosis de sal como remedio medicinal ἁλάτια πεπτικά Alex.Trall.2.577.1, ἁ. ὑπακτικά Aët.3.110, ἁ. καθαρτικά Paul.Aeg.7.5.12, cf. IG 42.123.60 (III a.C.), Alex.Trall.1.399.11.
Greek Monolingual
ἁλάτιον, το (AM)
υποκορ. του ἅλας. 1. αλατάκι
2. φάρμακο (με βάση το αλάτι) εναντίον της αμβλυωπίας.
Greek Monotonic
ἁλάτιον: τό, υποκορ. του ἅλας, σε Αίσωπ.