ἁλάτιον

From LSJ
Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλάτιον Medium diacritics: ἁλάτιον Low diacritics: αλάτιον Capitals: ΑΛΑΤΙΟΝ
Transliteration A: halátion Transliteration B: halation Transliteration C: alation Beta Code: a(la/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἅλας, Aesop.322b, Aët. 3.109.

German (Pape)

[Seite 90] τό, eigtl. dim. von ἅλας, Salz, Aes. fab. 122; auch ein Arzneimittel.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἅλας, Αἴσωπ., πρβλ. τὸ τῆς κοιν. «ἁλάτι.»

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
un peu de sel.
Étymologie: ἅλας.

Spanish (DGE)

-ου, τό
medic. dosis de sal como remedio medicinal ἁλάτια πεπτικά Alex.Trall.2.577.1, ἁ. ὑπακτικά Aët.3.110, ἁ. καθαρτικά Paul.Aeg.7.5.12, cf. IG 42.123.60 (III a.C.), Alex.Trall.1.399.11.

Greek Monolingual

ἁλάτιον, το (AM)
υποκορ. του ἅλας. 1. αλατάκι
2. φάρμακο (με βάση το αλάτι) εναντίον της αμβλυωπίας.

Greek Monotonic

ἁλάτιον: τό, υποκορ. του ἅλας, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

[Dim. of ἅλας, salt, Aesop.]