ἀνδροβόρος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A man-devouring, AP7.206 (Damoch.), Q.S.6.247.
German (Pape)
[Seite 218] männerverzehrend, κύνες Damoch. 1 (VII, 206); Διομήδεος ἵπποι Qu. Sm. 6, 247.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροβόρος: -ον, (βιβρώσκω) ἀνδροφάγος, Ἀνθ. Π. 7. 206, Κόϊντ. Σμ. 6. 247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore les hommes.
Étymologie: ἀνήρ, βιβρώσκω.
Spanish (DGE)
-ον
devorador de hombres ἀνδροβόρων ... κυνῶν AP 7.206 (Damoch.), ἵππος Q.S.6.247.
Greek Monotonic
ἀνδροβόρος: -ον (ἀνήρ, βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει άνδρες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροβόρος: Anth. = ἀνδροβρώς.