ἐγγύθι
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
[ῠ], Adv.
A hard by, near, in Ep. mostly c. gen., Il.6.317, Hes.Op.343; αὐτοῖν Theoc.21.8: less freq. c. dat., Il.22.300: abs., 7.341, Hes.Op.288. II of Time, nigh at hand, ἐγγύθι δ' ἠώς Il. 10.251.
German (Pape)
[Seite 702] nahe bei, in der Nähe, theils absolut, Il. 7, 341 Hes. O. 286, theils mit gen., Il. 6, 317 u. öfter; Hes. O. 341; Theocr. 21, 8 u. sp. D., wie Ap. Rh.; auch mit dat., Il. 22, 300, welche Stelle man wie Il. 10, 251 ἐγγύθι δ' ἠώς von der Zeit erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγύθι: ῠ, ἐπίρρ. πολὺ πλησίον, πλησίον, ὡς τὸ ἐγγύς, παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὡς ἐν Ἰλ. Ζ. 317· σπανίως μετὰ δοτ., Χ. 300· ἐνίοτε ἀπολ., Η. 341. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 286. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἐγγύθι δ’ ἠὼς Ἰλ. Κ. 251.
French (Bailly abrégé)
auprès;
1 en parl. du lieu τινος, τινι, de qqn ou de qch;
2 en parl. du temps proche.
Étymologie: ἐγγύς, -θι.
Spanish (DGE)
(ἐγγύθῐ)
• Prosodia: [-ῠ-]
adv.
1 de lugar cerca ὀρύξομεν ἐ. Il.7.341, ἐ. στάς Od.1.120, ἐ. ναίειν Hes.Op.288, 343, τὸν βάρβαρον ἐ. γενόμενον Plu.2.225b, γείτονας ἐ. νηούς Colluth.236
•c. gen. cerca de ἐ. τε Πριάμοιο καὶ Ἕκτορος Il.6.317, πατρὸς ἀμύμονος ἐ. Od.7.29, ἐ. γαίης Od.13.156, Opp.H.1.207, ἐ. λίμνης h.Ap.280, ἐ. νήσου A.R.1.633, cf. Theoc.21.8, ἐ. δάφνης Call.Fr.229.11, ἐ. δέ σφεων Arat.391, ἐ. κούρης Nonn.D.1.190, πυρὸς ἐ. Orph.L.711, οὐρανίων ... σκήπτρων ἐ. ναιετάειν SEG 36.629.6 (Filipos, crist.)
•c. dat. ἐ. μοι Il.22.300
•adnom. c. valor adj. cercano ἀθρήσας ... τὸν ἔμπνοον ἐγγύθι χαλκόν NSRC 19 (III/II a.C.).
2 de tiempo cerca ἐ. δ' ἠώς Il.10.251.
Greek Monolingual
ἐγγύθι επίρρ. (Α)
1. (για τόπο) κοντά, πολύ κοντά
2. (για χρόνο) σε λίγο.
Greek Monotonic
ἐγγύθι: [ῠ], επίρρ.,
I. κοντά, πλησίον, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ακόμη με δοτ., στο ίδ.
II. λέγεται για το χρόνο, κοντά στην ώρα, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγύθι: I (ῠ) adv.
1) близко, вблизи Hom., Hes.;
2) близко, скоро (ἠώς Hom.).
II в знач. praep. близ (τινός Hom., Hes., Theocr. и τινὶ Hom.).