δορατισμός

From LSJ
Revision as of 18:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορᾰτισμός Medium diacritics: δορατισμός Low diacritics: δορατισμός Capitals: ΔΟΡΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: doratismós Transliteration B: doratismos Transliteration C: doratismos Beta Code: doratismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A fighting with spears, Plu.Pyrrh.7, Tim.28, cj. in Lib.Descr.1.6.

German (Pape)

[Seite 658] ὁ, der Speerkampf; Plut. Timol. 28; Liban.

Greek (Liddell-Scott)

δορᾰτισμός: ὁ, μάχη διὰ τῶν δοράτων, Πλούτ. Πύρρ. 7, Τιμολ. 28.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
combat avec la lance.
Étymologie: δόρυ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
ataque, lucha con lanzas σιδηροῖς θώραξι καὶ χαλκοῖς κράνεσιν διεκρούοντο τὸν δορατισμόν Plu.Tim.28, cf. Pyrrh.7, Lib.Descr.1.6.

Greek Monolingual

δορατισμός, ο (Α)
μάχη με δόρατα.

Greek Monotonic

δορᾰτισμός: ὁ, μάχη με δόρατα, κονταρομαχία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δορᾰτισμός: ὁ метание копий (с той и другой стороны), перестрелка (ἦν δὲ δ. τὸ πρῶτον, εἶτ᾽ ἐν χεροῖν γενόμενοι Plut.).