πεδαμείβω

From LSJ
Revision as of 01:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδᾰμείβω Medium diacritics: πεδαμείβω Low diacritics: πεδαμείβω Capitals: ΠΕΔΑΜΕΙΒΩ
Transliteration A: pedameíbō Transliteration B: pedameibō Transliteration C: pedameivo Beta Code: pedamei/bw

English (LSJ)

Aeol. for μεταμείβω, Pi.O.12.12.

German (Pape)

[Seite 540] dor. statt μεταμείβω, Pind. Ol. 12, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πεδαμείβω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταμείβω, Πινδ. Ο. 12. 18 ·

English (Slater)

πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.)
   1 exchange for c. acc. & gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)

Greek Monolingual

Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) βλ. μεταμείβω.

Greek Monotonic

πεδᾰμείβω: Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αμείβω.

Russian (Dvoretsky)

πεδαμείβω: эол. = μεταμείβω.