τρισκοπάνιστος

From LSJ
Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκοπάνιστος Medium diacritics: τρισκοπάνιστος Low diacritics: τρισκοπάνιστος Capitals: ΤΡΙΣΚΟΠΑΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: triskopánistos Transliteration B: triskopanistos Transliteration C: triskopanistos Beta Code: triskopa/nistos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A thrice-struck or -stamped, ἄρτος τ. thrice-kneaded, i. e. fine, bread, Batr.35.

Greek (Liddell-Scott)

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, ὁ τρὶς κοπανισθείς, ἄρτος τρισκοπάνιστος, τρὶς πλασθείς, ἢ ὁ ἐξ ἀλεύρου τρὶς φορὰς κοπανισθέντος, λεπτοῦ, οὐδέ με λήθει ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ’ εὐκύκλου κανέοιο Βατραχομυμ. 35· ἄλλως τρισκοπάνητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait de farine moulue trois fois, càd de la plus fine farine.
Étymologie: τρίς, κοπανίζω.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «ἄρτος τρισκοπάνιστος» — ψωμί από πολύ λεπτό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ-/τρι- + κοπανιστός (< κοπανίζω)].

Greek Monotonic

τρισκοπάνιστος: [ᾰ], -ον, κοπανημένος τρεις φορές, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκοπάνιστος: трижды молотый, т. е. из муки тончайшего помола Batr.