ἐπιπαρασκευάζομαι

From LSJ
Revision as of 20:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι Medium diacritics: ἐπιπαρασκευάζομαι Low diacritics: επιπαρασκευάζομαι Capitals: ΕΠΙΠΑΡΑΣΚΕΥΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epiparaskeuázomai Transliteration B: epiparaskeuazomai Transliteration C: epiparaskevazomai Beta Code: e)piparaskeua/zomai

English (LSJ)

   A provide oneself with besides, X.Cyr.6.3.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπαρασκευάζομαι: παρασκευάζω, προμηθεύω προσέτι δι᾿ ἐμαυτόν, καὶ εἴ τίς τι ἐνδεόμενος γνοίη τοῦτο ἐπιπαρασκευάσαιτο Ξεν. Κύρ. 6. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

se procurer en outre.
Étymologie: ἐπί, παρασκευάζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιπαρασκευάζομαι (Α)
παρασκευάζω, προμηθεύω κάτι επιπρόσθετα για τον εαυτό μου.

Greek Monotonic

ἐπιπαρασκευάζομαι: Μέσ., παρασκευάζω, προμηθεύω για τον εαυτό μου, προετοιμάζομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπαρασκευάζομαι: добывать себе, заготовлять для себя, запасаться (τι Xen.).