κελευθοπόρος

From LSJ
Revision as of 09:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευθοπόρος Medium diacritics: κελευθοπόρος Low diacritics: κελευθοπόρος Capitals: ΚΕΛΕΥΘΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: keleuthopóros Transliteration B: keleuthoporos Transliteration C: kelefthoporos Beta Code: keleuqopo/ros

English (LSJ)

ὁ,

   A wayfarer, AP7.337.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Ep. ad. 664 (VII, 337).

Greek (Liddell-Scott)

κελευθοπόρος: ὁ, ὡς τὸ πεζολογικὸν ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 7. 337.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος, πορεύομαι.

Greek Monolingual

κελευθοπόρος, ὁ (Α)
επιγρ. οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -πόρος (< πόρος «οδός, πέρασμα, θάλασσα»), πρβλ. αλι-πόρος, οδοι-πόρος.

Greek Monotonic

κελευθοπόρος: ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κελευθοπόρος: ὁ путник, странник Anth.