λύγδος

From LSJ
Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγδος Medium diacritics: λύγδος Low diacritics: λύγδος Capitals: ΛΥΓΔΟΣ
Transliteration A: lýgdos Transliteration B: lygdos Transliteration C: lygdos Beta Code: lu/gdos

English (LSJ)

ἡ,

   A white marble, Peripl.M.Rubr.24; λύγδου λειότερον AP5.27 (Rufin.); οἷά τε λύγδου γλυπτήν ib.193 (Posidipp. or Asclep.); ἡ Παρία λ. D.S.2.52, cf. Mart.6.13,42.

German (Pape)

[Seite 67] ὁ (λυκ), weißer Marmor, ein blendend weißer Stein, auch fem., ἡ Παρία λύγδος, parischer Marmor, D. Sic. 2, 52; λύγδου λειότερον Rutin. 38 (V, 28), u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λύγδος: ἡ, λευκὸν μάρμαρον, λύγδου λειότερον Ἀνθ. Π. 5. 28· οἷά τε λύγδου γλυπτὴν αὐτόθι 194· ἡ Παρία λύγδος Διόδ. 2. 52. (Ἴσως ἐκ √ΛΥΚ, λύκη, ὡς ἐκ τῆς λαμπρᾶς αὐτοῦ λευκότητος, ἴδε Κούρτ. 523).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
marbre blanc.
Étymologie: R. Λυκ, briller.

Greek Monolingual

λύγδος, ἡ (Α)
λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτραδιόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ' ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. -δος (πρβλ. μόλυβ-δος, κίβ-δος) και συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του λευκού].

Greek Monotonic

λύγδος: ἡ, λευκό μάρμαρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λύγδος: ἡ белый мрамор Anth., Diod.