μάγευμα

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάγευμα Medium diacritics: μάγευμα Low diacritics: μάγευμα Capitals: ΜΑΓΕΥΜΑ
Transliteration A: mágeuma Transliteration B: mageuma Transliteration C: magevma Beta Code: ma/geuma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,

   A piece of magic art: in pl., charms, spells, E. Supp.1110, v.l. in Hp.Morb.Sacr.18; φάρμακα καὶ μ. ἀκολάστων γυναικῶν Plu.2.752c (pl.).

German (Pape)

[Seite 79] τό, Zaubermittel, βρωτοῖσι καὶ στρωμναῖσι καὶ μαγεύμασιν παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1110, wo früher μαντεύμασι stand, u. M. Anton. 7, 51 μαγγανεύμασι las, nach Plut. Consol. Apoll. p. 339 richtige Lesart. Bes. künstliche Zubereitung der Speisen, εἰς μακελεῖα καὶ κοπίδας καὶ φάρμακα καὶ μαγεύματα καθειργνύμενον ἀκολάστων γυναικῶν, Plut. Amator. 6.

Greek (Liddell-Scott)

μάγευμα: τό, (μᾰγεύω) μαγευτικὸν τέχνασμα, ἢ τέχνης μαγευτικῆς ἀποτέλεσμα· ἐν τῷ πληθ., θέλγητρα, μαγεία, ἀπάτη μαγική, Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· - ἐπὶ τροφῆς ἐντέχνως παρεσκευασμένης, Πλούτ. 2. 752Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
charme magique, sortilège.
Étymologie: μαγεύω.

Greek Monolingual

το (Α μάγευμα)
βλ. μάγεμα.

Greek Monotonic

μάγευμα: -ατος, τό (μᾰγεύω), μαγικό τέχνασμα· στον πληθ., γητειές, μάγια, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μάγευμα: ατος (ᾰγ) τό
1) ворожба, колдовство, волшебство: μαγεύμασιν παρεκτρέπειν ὀχετόν Eur. чарами отклонять ход (событий);
2) pl. чары, приворотное зелье (μαγεύματα ἀκολάστων γυναικῶν Plut.).