τραγόκτονος

From LSJ
Revision as of 14:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγόκτονος Medium diacritics: τραγόκτονος Low diacritics: τραγόκτονος Capitals: ΤΡΑΓΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: tragóktonos Transliteration B: tragoktonos Transliteration C: tragoktonos Beta Code: trago/ktonos

English (LSJ)

ον,

   A of slaughtered goats, αἶμα E.Ba.139 (lyr., -κτόνον codd.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγόκτονος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἐσφαγμένους τράγους, τραγόκτονονον (κοιν. τραγοκτόνον) αἷμα Εὐρ. Βάκχ. 139· περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβέκ. εἰς Σοφ. Αἴ. 324, σ. 228.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους («τραγόκτονον αἷμα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. χοιρό-κτονος].

Greek Monotonic

τρᾰγόκτονος: -ον (κτείνω), αυτός που ανήκει σε σφαγμένους τράγους, σε Ευρ.

Middle Liddell

τρᾰγό-κτονος, ον, κτείνω
of slaughtered goats, Eur.