ἐπολισθάνω

From LSJ
Revision as of 20:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπολισθάνω Medium diacritics: ἐπολισθάνω Low diacritics: επολισθάνω Capitals: ΕΠΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: epolisthánō Transliteration B: epolisthanō Transliteration C: epolisthano Beta Code: e)polisqa/nw

English (LSJ)

   A slip or glide upon, [σανίσιν] J.BJ3.7.29 ; κυλίνδροις ἐς βυθόν AP10.15.3 (Paul. Sil.) : metaph., ἐ. ἀμπλακίαις ib.5.277 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπολισθάνω: μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ἐπί τινος, ἐπὶ πλοίου καθελκυομένου εἰς τὴν θάλασσαν, ἄρτι δὲ δουρατέοισιν ἐπωλίσθησε κυλίνδροις ὁλκὰς ἀπ’ ἠϊόνων ἐς βυθὸν ἑλκομένη Ἀνθ. Π. 10. 15· μεταφ., μήτ’ ἐπολισθήσω μείζοσιν ἀμπλακίαις αὐτόθι 5. 278.

Greek Monolingual

ἐπολισθάνω (Α)
1. γλιστρώ
2. πέφτω σε λάθος, σε παράπτωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ολισθάνω «γλιστρώ»].

Greek Monotonic

ἐπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω πάνω σε, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπολισθάνω: 1) соскальзывать, падать (ἐς βυθόν Anth.);
2) перен. впадать (μείζοσιν ἀμπλακίαις Anth.).