εἶθαρ
From LSJ
ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)
English (LSJ)
Adv.
A at once, forthwith, Il.5.337, Theoc.25.213, Antim.16.5, A.R.2.408, Nic.Th.547.
German (Pape)
[Seite 725] VLL. εὐθέως, sogleich, sofort, Il. 5, 337 u. sp. D., wie Theocr. 25, 213 Ap. Rh. 2, 408.
Greek (Liddell-Scott)
εἶθαρ: ἐπίρρ. (εὐθὺς) ἀμέσως, ἐν τῷ ἅμα, εἶθαρ δὲ δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν Ἰλ. Ε. 337, Θεόκρ. 25. 213, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
aussitôt, sur-le-champ.
Étymologie: DELG on a pensé à ἰθύς, εὐθύς malgré les difficultés phonétiques.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
εἶθαρ επίρρ. (Α)
αμέσως, ευθύς αμέσως.
Greek Monotonic
εἶθαρ: επίρρ. (εὐθύς), αμέσως, στη στιγμή, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
εἶθαρ: adv. тотчас же, немедленно Hom., Theocr.