ἐνάγισμα
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
ατος, τό,
A an offering to the dead, Ar.Fr. 488.12, Arist.Ath.58.1, Epicur.Fr.217, Luc.Merc.Cond.28, D.C.67.9.
German (Pape)
[Seite 824] τό, dargebrachtes Todtenopfer; Ar. Stob. fl. 121, 18 (v. 12); Luc. merc. cond. 28 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάγισμα: τό, χοαὶ ἢ προσφοραὶ ἐκ μύρων, σμύρνης, κλ. εἰς τὰς σκιὰς τῶν ἀποθανόντων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445 a. 13, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 28, Δίων Κ. 67. 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sacrifice funèbre ou expiatoire.
Étymologie: ἐναγίζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ofrenda funeraria gener. en plu.
a) en el culto a los difuntos θύομεν αὐτοῖσι τοῖς ἐναγίσμασιν ὥσπερ θεοῖσι Ar.Fr.504, ἐναγίσματα τῷ τε πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς Epicur.[1] 18, cf. Aristid.Or.18.8, μὴ ... ἀφέλησθε ... τοὺς τάφους τὰ ἐναγίσματα App.Pun.84, χοαὶ καὶ πόπανα καὶ ἐναγίσματα libaciones, pasteles y ofrendas (para los muertos), Luc.Cat.2, cf. Merc.Cond.28;
b) en el culto a los héroes Ἁρμοδίῳ καὶ Ἀριστογείτονι ἐναγίσματα ποιεῖ Arist.Ath.58.1, τοὺς μὲν τάφους τῶν ἡρώων ... ἐναγίσμασι ... ἐτίμησεν D.S.17.17, cf. D.C.77.16.7, a Eteocles y Polinices, Philostr.Im.2.29, a Áyax, Philostr.Her.40.13, Θετταλοὶ γὰρ τὰ ἐναγίσματα ... ἐκλελοίπασί μοι habla Aquiles, Philostr.VA 4.16, cf. Her.69.17, Eus.Hierocl.28.4.
2 crist. ofrenda de los Reyes Magos a Cristo σμύρνης ἐναγίσματα Synes.Hymn.6.27.
Greek Monolingual
ἐνάγισμα, το (Α)
το αποτέλεσμα του εναγίζω, η θυσία σε νεκρούς ή ήρωες, οι συνηθιζόμενες προσφορές προς τους νεκρούς.
Greek Monotonic
ἐνάγισμα: -ατος, τό, νεκρική θυσία, μνημόσυνο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάγισμα: ατος τό Arph., Luc. = ἐναγισμός.