πρόσπταισμα

From LSJ
Revision as of 03:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσπταισμα Medium diacritics: πρόσπταισμα Low diacritics: πρόσπταισμα Capitals: ΠΡΟΣΠΤΑΙΣΜΑ
Transliteration A: prósptaisma Transliteration B: prosptaisma Transliteration C: prosptaisma Beta Code: pro/sptaisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A stumble, Arist.EN1138b3, Ph.Fr.58H.; ἕλκη ἐκ προσπταις μάτων Gal. 12.286 (προπτ- codd.): metaph., προσπταίς ματα τοῦ βίου misfortunes, Agatharch.49.    II whitlow, Thphr.Char.19.3 (pl.), Luc.Peregr. 45; π. δακτύλου Gal.7.136.

German (Pape)

[Seite 779] τό, der Anstoß u. die durch Anstoßen hervorgebrachte Beschädigung, Arist. Eth. 5, 9 u. Sp., wie τὸ ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. Peregr. 45; προσπταίσματος γενομένου περὶ τὸν δάκτυλον S. Emp. adv. math. 7, 232.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσπταισμα: τό, τὸ προπταίειν, προσκόπτειν, πρόσκομμα, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 11, 8, Θεοφρ. Χαρ. 19, Λουκ. Περεγρ. 45, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 choc, heurt;
2 coup ou blessure provenant d’un choc.
Étymologie: προσπταίω.

Greek Monolingual

-αίσματος, τὸ, Α προσπταίω
1. γλίστρημα και πτώση, ολίσθημα («ἕλκη ἐκ προσπταισμάτων», Γαλ.)
2. παρωνυχίδαπρόσπταισμα δακτύλου», Γαλ.)
3. φρ. «προσπταίσματα τοῡ βίου»
μτφ. οι δυστυχίες της ζωής.

Greek Monotonic

πρόσπταισμα: -ατος, τό, εμπόδιο ενάντια σε ένα πράγμα, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσπταισμα: ατος τό ушиб, повреждение (πλευρῖτις μείζων νόσος προσπταίσματος Arst.; ἐν τῷ δακτύλῳ Luc. и περὶ τὸν δάκτυλον Sext.).