ἀντιφορτίζομαι

Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Greek Monotonic

ἀντιφορτίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παίρνω φορτίο ως επιστροφή, σε Δημ.
II. εισάγω ανταλλαγή ως προς τις εξαγωγές, σε Ξεν.· επίσης ως Παθ., παραλαμβάνομαι ως αντάλλαγμα για το φόρτωμα, στον ίδ.

Middle Liddell


I. Mid. to take in a return cargo, Dem.
II. to import in exchange for exports, Xen.: also as Pass., to be received in exchange for the cargo, Xen.