προσλάμπω

From LSJ
Revision as of 03:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλάμπω Medium diacritics: προσλάμπω Low diacritics: προσλάμπω Capitals: ΠΡΟΣΛΑΜΠΩ
Transliteration A: proslámpō Transliteration B: proslampō Transliteration C: proslampo Beta Code: prosla/mpw

English (LSJ)

   A shine upon, Pl.R.617a:—Pass., τοὺς ἀπλανεῖς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Placit.2.17.1.

German (Pape)

[Seite 772] dazu leuchten, hinleuchten; Plat. Rep. X, 617 a; Plut. u. a. Sp.; auch pass., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι, Plut. plac. phil. 2, 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσλάμπω: λάμπω πρός τι ἢ ἐπί τινος, Πλάτ. Πολ. 617Α· ἐν τῷ παθ., τοὺς πλάνητας ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Πλούτ. 2. 889C.

French (Bailly abrégé)

briller sur, illuminer ; Pass. recevoir la lumière de, avec ὑπό τινος.
Étymologie: πρός, λάμπω.

Greek Monolingual

Α
εκπέμπω λάμψη σε κάτι ή πάνω σε κάτι.

Greek Monotonic

προσλάμπω: μέλ. -ψω, λάμπω μαζί ή πάνω σε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσλάμπω: бросать свет, освещать Plat.: ἡλίου προσλάμποντος Plut. когда светит солнце; ὑπὸ τοῦ ἡλίου προσλάμπεσθαι Plut. освещаться солнцем.