πρωτόμορος

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμορος Medium diacritics: πρωτόμορος Low diacritics: πρωτόμορος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: prōtómoros Transliteration B: prōtomoros Transliteration C: protomoros Beta Code: prwto/moros

English (LSJ)

ον,

   A dying or dead first, A.Pers.568 (sed leg. πρωτόμοιρος metri gr.), dub. in Epigr.Gr.369 (Cotiaeum).

German (Pape)

[Seite 805] zuerst sterbend, Aesch. Pers. 560.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμορος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων ἢ ἀποθανὼν πρῶτος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 568, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 369.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mort auparavant ou le premier.
Étymologie: πρῶτος, μόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πεθαίνει πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μόρος «θάνατος» (< μείρομαι)].

Greek Monotonic

πρωτόμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε πρώτος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτόμορος -ον [πρῶτος, μόρος] als eerste gestorven.