ἀντιφύλαξ

From LSJ
Revision as of 16:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων φρουρός, φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους ὅμως ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
poste avancé de l’ennemi.
Étymologie: ἀντί, φύλαξ.

Greek Monotonic

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφύλαξ: ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.