πεπτηώς
From LSJ
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
English (LSJ)
A v. πτήσσω.
German (Pape)
[Seite 560] ep. part. perf. II. zu πίπτω od. πτήσσω.
Greek (Liddell-Scott)
πεπτηώς: ἴδε πτήσσω.
French (Bailly abrégé)
part. pf. épq. de πίπτω;
part. pf. poét. de πτήσσω.
English (Autenrieth)
see πτήσσω.
Greek Monotonic
πεπτηώς: Επικ. αντί -ηκώς, μτχ. παρακ. από κοινού σε πτήσσω και πίπτω.